μπέης, ο, θηλ. μπέισσα, η, ουσ. [<τουρκ. bey (= τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Οθωμανική Τουρκία)], άνθρωπος ευχαριστημένος από τη ζωή του, γιατί ζει μέσα στις ανέσεις και στις υλικές απολαύσεις: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός βρήκε λεφτά απ’ τον πατέρα του κι είναι μπέης». (Λαϊκό τραγούδι: άλα έχω στρώσει μια κεφάλα και τα βλέπω όλα σαν μπέης και τα νιώθω σαν πασάς
- ζει σαν μπέης, ζει μέσα στην άνεση και στην καλοπέραση: «δούλεψε σκληρά στη ζωή του, αλλά τώρα ζει σαν μπέης»·
- περνάει σαν μπέης ή την περνάει σαν μπέης, βλ. φρ. ζει σαν μπέης·
- τη βγάζει σαν μπέης, βλ. φρ. ζει σαν μπέης.